- τοξίτις
- -ίτιδος, ἡ, Α1. (συν. σε συνεκφορά με το νευρά) η χορδή τού τόξου2. προσωνυμία τής Αρτέμιδος στην Κω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. στεφαν-ῖτις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξῖτις — the bowstring fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξῖτιν — τοξῖτις the bowstring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξιτησία — ἡ, Α τοξῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξῖτις, προσωνυμία τής Αρτέμιδος (πρβλ. Ἄρτεμις: ἀρτεμισία)] … Dictionary of Greek
επιτοξίτις — ἐπιτοξῑτις, ἡ (Α) η εντομή ή το κοίλωμα στο τόξο όπου τοποθετείται το βέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τοξίτις «χορδή τόξου»] … Dictionary of Greek
τοξία — ἡ, Α [τόξον] τοξῑτις* … Dictionary of Greek
τοξίτιδες — τοξί̱τιδες , τοξῖτις the bowstring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξίτιδος — τοξί̱τιδος , τοξῖτις the bowstring fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)